Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χαλύβδινος -η -ο"
1 εγγραφή
χαλύβδινος -η -ο [xalívδinos] Ε5 : ΣYN ατσαλένιος, ατσάλινος. 1. που είναι κατασκευασμένος από χάλυβα: ~ σωλήνας. ~ σκελετός οικοδομής. Xαλύβδινα εξαρτήματα μηχανών. 2. (μτφ.) που έχει πολύ μεγάλη αντοχή: Xαλύβδινη υγεία / θέληση. Xαλύβδινα νεύρα / μπράτσα.

[λόγ. χαλυβ- (δες χάλυβας) -ινος (το -δ- κατά το μολύβδινος, σύγκρ. ελνστ. χαλυβδικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες