Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φοβητσιάρης -α -ικο"
1 εγγραφή
φοβητσιάρης -α -ικο [fovitsxáris] Ε9 : που φοβάται, που δειλιάζει εύκολα: Φοβητσιάρα γυναίκα. Φοβητσιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην του δίνεις σημασία, του φοβητσιάρη!

[μσν. φοβητσιάρης < αρχ. φοβητ(ικός) `δειλός΄ -ιάρης με ισχυροπ. της άρθρ. [t > ts] πριν από το ημίφ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες