Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φιλντισένιος -α -ο"
1 εγγραφή
φιλντισένιος -α -ο [fildisénos] Ε4 : α. που είναι κατασκευασμένος από φίλντισι (και καταχρηστικά από σεντέφι) ή που είναι διακοσμημένος με αυτό: Mαχαίρι με φιλντισένια λαβή. β. (μτφ.) που έχει τη στιλπνότητα του φιλντισιού: Φιλντισένια επιδερμίδα.

[φίλντισ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες