Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φερώνυμος -η -ο [ferónimos] Ε5 : (λόγ.) που έχει πάρει το όνομά του από κάποιο πρόσωπο, πράγμα, γεγονός κτλ. (το οποίο αναφέρεται λίγο πριν ή μετά)· (πρβ. ομώνυμος): Tη μέρα της Aναλήψεως πανηγυρίζει ο ~ ναός.
[λόγ. < αρχ. φερώνυμος]