Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φερτός -ή -ό"
1 εγγραφή
φερτός -ή -ό [fertós] Ε1 : που ήρθε, που μεταφέρθηκε ή τον έφεραν από αλλού: Στο δέλτα του ποταμού συγκεντρώνονται φερτές ύλες, που τις κουβαλάει το ποτάμι από αλλού κατά τη διαδρομή του.

[φέρ(ω) -τός (πρβ. αρχ. φερτός `που μπορείς να τον ανεχτείς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες