Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "φακιδιάρης -α -ικο"
1 εγγραφή
φακιδιάρης -α -ικο [fakiδjáris] Ε9 : (μειωτ.) που είναι γεμάτος φακίδες, κυρίως στο πρόσωπο. || (ως ουσ.).

[φακίδ(α) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες