Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαγανός -ή -ό [faγanós] Ε1 : (οικ.) που τρώει με όρεξη μεγάλες ποσότητες φαγητού: Είναι φαγανό μωρό, δε μας δυσκόλεψε καθόλου στο φαΐ του.
[φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώω) -ανός]