Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποχείριος -α -ο [ipoxírios] Ε6 : που χειραγωγείται από κπ. κατά τρόπο αρνητικό, που έχει περιέλθει και έχει υποταχθεί στην άμεση εξουσία ή επιρροή κάποιου, συνήθ. με εκμηδενισμό της προσωπικότητας και της θέλησής του: Δε γίνομαι ~ κανενός. || (συνήθ. ως ουσ.) το υποχείριο: Είναι υποχείριο του αφεντικού του / της γυναίκας του. Έγινε υποχείριό της. Tον έχει υποχείριό του.
[λόγ. < αρχ. ὑποχείριος]