Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιπ 1 το [tsíp] Ο (άκλ.) : (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικό στοιχείο· ολοκληρωμένο κύκλωμα.
τσιπάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αγγλ. chip]
- τσιπ 2 το : το ελάχιστο χρηματικό ποσό που έχουν ορίσει ότι μπορεί να παίξει ο παίκτης του πόκερ.
[αγγλ. chip]