Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τριώροφος -η -ο"
1 εγγραφή
τριώροφος -η -ο [triórofos] Ε5 : που έχει τρεις ορόφους· τρίπατος: α. Tριώροφη οικοδομή. Tριώροφη μονοκατοικία. || (επέκτ.) Tριώροφη τούρ τα, τρεις τούρτες, η μία επάνω από την άλλη. β. (ως ουσ.) το τριώροφο, σπίτι: Mένει στο ισόγειο ενός τριωρόφου.

[λόγ. < αρχ. τριώροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες