Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τρικ"
27 εγγραφές [1 - 10]
τρικ το [trík] Ο (άκλ.) : I1α. τεχνικό μέσο με το οποίο πετυχαίνουμε διάφο ρα οπτικά κυρίως αποτελέσματα, που μιμούνται ή παραμορφώνουν την πραγματικότητα: Xρησιμοποιώ θεατρικά / κινηματογραφικά / φωτογρα φικά ~. Yπάρχουν ειδικά καταστήματα που πουλούν ~. β. η οπτι κή απά τη που δημιουργείται με το παραπάνω μέσο: Πολλές εντυπωσιακές σκηνές στον κινηματογράφο είναι ~. 2. (οικ.) τέχνασμα για εξαπάτη ση. II. μικρό διαφημιστικό που το ρίχνουν στο δρόμο. τρικάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II.

[λόγ. < γαλλ. truc]

τρικαντό το [trikandó] Ο (άκλ.) : επίσημο καπέλο από ύφασμα, με φαρδύ και ανασηκωμένο γείσο που σχημάτιζε τρεις γωνίες.

[λόγ. < γαλλ. *tricanton < tri- `τρι-΄ + canton, από παλ. σημ. στα προβηγκιανά: `γωνία΄ < προβηγκιανό cant `άκρια΄ < λατ. canthus < ελνστ. κανθός `το στεφάνι της ρόδας΄]

τρικατάληκτος -η -ο [trikatáliktos] Ε5 : (γραμμ.) για επίθετο που έχει ξεχωριστή κατάληξη για το καθένα από τα τρία γένη: Επίθετα τριγενή και τρικατάληκτα.

[λόγ. τρι- 1 + καταληκ- (καταλήγω) -τος]

τρικάταρτος -η -ο [trikátartos] Ε5 : για ιστιοφόρο πλοίο που έχει τρία κατάρτια: Tρικάταρτο καράβι. || (ως ουσ.) το τρικάταρτο.

[τρι- 1 + κατάρτ(ι) -ος]

τρικέζα η [trikéza] Ο25 : (τηλεόρ., κινημ.) μηχάνημα για τη δημιουργία σκηνοθετικών τρικ.

[γαλλ. truqueus(e) ]

τρικέρι το [trikéri] Ο44 & τρίκερο το [tríkero] Ο41 : κηροπήγιο για τρία κεριά.

[μσν. τρικέριον < τρικήριον < τρι- 1 + κηρίον (δες στο κερί) κατά την εξέλ. κηρίον > κερί· τρι- 1 + κερ(ί) -ο]

τρικέφαλος -η -ο [trikéfalos] Ε5 : 1. που έχει τρία κεφάλια: Tρικέφαλο θηρίο. 2. ~ μυς και ως ουσ. ο τρικέφαλος, ονομασία δύο μυών του ανθρώπινου σώματος με τριπλή έκφυση.

[λόγ.: 1: αρχ. τρικέφαλος· 2: σημδ. γαλλ. triceps (tri- = τρι- 1)]

τρίκηρο το [tríkiro] Ο41 : τρικέρι.

[λόγ. επίδρ. στο τρίκερο κατά την αντιστοιχία κηρός - κερί]

τρικλίζω [triklízo] & τρεκλίζω [treklízo] Ρ2.1α : περπατώ με βήμα όχι στα θερό· παραπατώ: Πήγαινε τρικλίζοντας από το πολύ μεθύσι. Tρικλίζει από την αδυναμία.

[ίσως μσν. *τρακλίζω < *τρακλώ (μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. τρακλησ-) < αρχ. κατακλῶ `καταρρέω΄]

τρίκλινος -η -ο [tríklinos] Ε5 : που έχει τρία κρεβάτια: Tρίκλινο δωμάτιο ξενοδοχείου / νοσοκομείου. Tρίκλινη καμπίνα πλοίου. || (ως ουσ.) το τρίκλινο: Kράτησα στο ξενοδοχείο δύο τρίκλινα.

[λόγ. < αρχ. τρίκλινος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες