Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τζούφιος -α -ο"
1 εγγραφή
τζούφιος -α -ο [dzúfxos] & ζούφιος -α -ο [zúfxos] Ε4 : (οικ.) για καρπό που το εσωτερικό του είναι ζαρωμένο, κούφιο: Tζούφιο καρύδι / λεμόνι.

[ζου-: αρχ. σομφός `πωρώδης΄ > μσν. ζοφός (ηχηροπ. του αρχικού [s > z] ίσως από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-s > ton-z] ) > ζοφ(ός) -ιος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )· τζου-: ισχυροπ. της άρθρ. [z > dz] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες