Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ταμειακός -ή -ό"
1 εγγραφή
ταμειακός -ή -ό [tamiakós] Ε1 : που έχει σχέση με το ταμείο: Tαμειακή υπηρεσία. Tαμειακές ανωμαλίες / δυσχέρειες. Tαμειακή μηχανή, υπολογι στική μηχανή που εκδίδει αποδείξεις για την πώληση εμπορευμάτων. Tαμειακή τακτοποίηση, εξόφληση οφειλών. || (ως ουσ.) ο ταμειακός, υπάλληλος δημόσιου ταμείου. ταμειακά ΕΠIΡΡ: Έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν τα μέλη του συλλόγου που είναι ~ εντάξει.

[λόγ. < ελνστ. ταμειακός `που ανήκει στο θησαυροφυλάκιο΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ταμείο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες