Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σύμμετρος -η -ο"
1 εγγραφή
σύμμετρος -η -ο [símetros] Ε5 : που γίνεται βάσει ενός μέτρου, έτσι ώστε να τηρείται μια αναλογία μεταξύ των μερών. ANT ασύμμετρος: Σύμμετρη κατανομή εισοδήματος / κερδών, αναλογική. || (μαθημ.) για μεγέθη που έχουν ένα κοινό μέτρο: Σύμμετροι αριθμοί, κλασματικοί αριθμοί που γράφονται με ακέραιους όρους. σύμμετρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. σύμμετρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες