Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύμμετρος -η -ο [símetros] Ε5 : που γίνεται βάσει ενός μέτρου, έτσι ώστε να τηρείται μια αναλογία μεταξύ των μερών. ANT ασύμμετρος: Σύμμετρη κατανομή εισοδήματος / κερδών, αναλογική. || (μαθημ.) για μεγέθη που έχουν ένα κοινό μέτρο: Σύμμετροι αριθμοί, κλασματικοί αριθμοί που γράφονται με ακέραιους όρους.
σύμμετρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. σύμμετρος]