Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συνιστώ 1"
1 εγγραφή
συνιστώ 1 [sinistó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 αόρ. σύστησα και συνέστησα, απαρέμφ. συστήσει, παθ. αόρ. συστάθηκα και συστήθηκα, απαρέμφ. συσταθεί και συστηθεί : συγκροτώ, ιδρύω· συστήνω 2: Θα συσταθεί επιτροπή. Συστήθηκε εταιρεία.

[λόγ. < συνιστώ 2 σημδ. γαλλ. constituer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες