Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συναίτιος -α -ο"
1 εγγραφή
συναίτιος -α -ο [sinétios] Ε6 : συνυπεύθυνος, συνένοχος.

[λόγ. < αρχ. συναίτιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες