Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συλλυπητήριος -α -ο"
1 εγγραφή
συλλυπητήριος -α -ο [silipitírios] Ε6 : για κτ. με το οποίο συλλυπούμαστε κπ., εκφράζουμε τη θλίψη μας σε κπ. ANT συγχαρητήριος: Συλλυπη τήρια επιστολή / κάρτα. Συλλυπητήριο τηλεγράφημα. H οικογένεια δε θα δεχτεί συλλυπητήριες επισκέψεις, συλλυπητήρια. || (ως ουσ.) τα συλλυ πητήρια, γραπτή ή προφορική έκφραση συμμετοχής στο πένθος κάποιου: Θερμά συλλυπητήρια. Δέξου τα συλλυπητήριά μου. (Tα) συλλυπητήριά (μου)!, και ειρωνικά για να εκφράσουμε σε κπ. τη δυσαρέσκειά μας για κάποια ενέργειά του.

[λόγ. συλλυπη- (συλλυπούμαι) -τήριος μτφρδ. γαλλ. condoléances (ουσ., πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες