Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συλληπτήριος -α -ο [siliptírios] Ε6 : (επιστ.) που είναι κατάλληλος για να συλλαμβάνει, να πιάνει κτ.: Tα πόδια των εντόμων είναι συλληπτήρια όργανα.
[λόγ. συλληπ- (σύλληψις) -τήριος]