Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συλληπτήριος -α -ο"
1 εγγραφή
συλληπτήριος -α -ο [siliptírios] Ε6 : (επιστ.) που είναι κατάλληλος για να συλλαμβάνει, να πιάνει κτ.: Tα πόδια των εντόμων είναι συλληπτήρια όργανα.

[λόγ. συλληπ- (σύλληψις) -τήριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες