Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συγκεντρωτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
συγκεντρωτικός -ή -ό [singendrotikós] Ε1 : α.που ανήκει ή που αναφέρεται στη συγκέντρωση: Aνακοινώθηκαν τα συγκεντρωτικά αποτελέσμα τα των εκλογικών περιφερειών. Συγκεντρωτικά πυρά. Συγκεντρωτικοί πίνακες. Συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης / εξουσίας, που συγκεντρώνει σε ένα κέντρο και ασκεί όλες τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες. ANT αποκεντρωτικός. β. (οπτ.) ~ φακός, που μεταβάλλει σε συγκλίνουσα μια παράλληλη δέσμη φωτεινών ακτίνων. συγκεντρωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συγκεντρω- (δες συγκεντρώνω) -τικός (β: σημδ. γαλλ. concentrique)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες