Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στρουμπουλός -ή -ό"
1 εγγραφή
στρουμπουλός -ή -ό [strumbulós] Ε1 : που είναι κάπως παχύς· παχουλός, ευτραφής: Στρουμπουλό μωρό / κορίτσι / πρόσωπο. στρουμπουλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ.

[στρούμπ(ος) -ουλός, στρούμπος: `στρογγυλό αντικείμενο, κόπανος΄ < αρχ. στρόμβος (δες λ.) (προφ.: [mb] ) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες