Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στερεότυπος 2 -η -ο"
1 εγγραφή
στερεότυπος 2 -η -ο : που γίνεται ή που εμφανίζεται πάντα με την ίδια μορφή, που επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο: Στερεότυπη ερώτηση / απάντηση / φράση / ενέργεια / συμπεριφορά. Στερεότυπα περιστατικά / συναισθήματα. || (ως ουσ.) το στερεότυπο: α. στερεότυπη ενέργεια, συμπεριφορά ή στερεότυπο περιστατικό: Mελέτη / ανάλυση των στερεοτύπων. Kοινωνικά / ατομικά στερεότυπα. β. η στερεοτυπία 2.

[λόγ. < γαλλ. stéréotype (δες στερεότυπος 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες