Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σκληρωτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
σκληρωτικός -ή -ό [sklirotikós] Ε1 : (ιατρ.) που πάσχει από σκλήρυνση.

[λόγ. < αγγλ. sclerotic < αρχ. σκληρ(ός) + -otic = -ωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες