Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σκληροπυρηνικός -ή -ό [skliropirinikós] Ε1 : που είναι αδιάλλακτος: Σκληροπυρηνική στάση. Σκληροπυρηνικές απόψεις. || (ως ουσ.) ο σκληροπυρηνικός: Στο συνέδριο του κόμματος επικράτησαν οι σκληροπυρηνικοί.
[λόγ. σκλη ρο- + πυρηνικός μτφρδ. αγγλ. hard-core]