Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σιαμαίος -α -ο"
1 εγγραφή
σιαμαίος -α -ο [siaméos] Ε4 : 1. που κατάγεται από το Σιάμ: Σιαμαία γάτα, ράτσα γάτας. 2. Σιαμαίοι αδελφοί / σιαμαία αδέλφια, ονομασία που δίνεται σε διδύμους οι οποίοι παρουσιάζουν ανωμαλία στη διάπλαση, γεννιούνται δηλαδή ενωμένοι σε κάποιο σημείο του σώματός τους. || (μτφ. και ως ουσ.) οι σιαμαίοι, συνήθ. για αχώριστους φίλους, για φίλους που εμφανίζονται σχεδόν πάντα μαζί.

[λόγ. Σιάμ -αίος μτφρδ. γαλλ. siamois, Σιάμ: λόγ. < γαλλ. Siam (από τα ινδικά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες