Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαλιάρα 1 η [salára] Ο25 : είδος μικρής ποδιάς από ύφασμα που δένεται γύρω από το λαιμό του βρέφους και καλύπτει το στήθος του με σκοπό να προφυλάξει τα ρούχα του από τα σάλια του ή από την τροφή του, καθώς τρώει.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σαλιάρης]