Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σαγηνευτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
σαγηνευτικός -ή -ό [sajineftikós] Ε1 : που σαγηνεύει: Σαγηνευτικό χαμόγελο. Σαγηνευτική γυναίκα.

[λόγ. σαγηνευτ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες