Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρόκα 1 η [róka] Ο25α : ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ~ στο χέρι, έλεγε παραμύθια. ΦΡ (λαϊκότρ.) κάνε ~ σου, κοίτα τη δουλειά σου, μην ασχολείσαι με ξένες υποθέσεις.
[μσν. ρόκα < ιταλ. rocca]