Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πόρος 2"
1 εγγραφή
πόρος 2 ο (συνήθ. πληθ.) : οικονομικά αγαθά, ιδίως χρήματα, που συνιστούν εισόδημα και που είναι απαραίτητα: α. για την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας: Xρηματικοί / φυσικοί πόροι. Εκμετάλλευση / αξιοποίηση / εξάντληση των πόρων. Ο τουρισμός αποτελεί σημαντική πηγή άντλησης πόρων. H επιχείρηση κλείνει, γιατί δεν έχει επαρκείς πόρους. Iδιωτικοί / δημόσιοι πόροι. Εθνικοί πόροι, τα στοιχεία της οικονομίας από όπου πηγάζει το εθνικό εισόδημα. Άδηλοι πόροι, (για τους εθνικούς και δημόσιους) που προέρχονται από πηγές όπως τα ναυτιλιακά και μεταναστευτικά εμβάσματα, ο τουρισμός κτλ. ή (για τους ιδιωτικούς) που προέρχονται από πηγές συχνά ύποπτες. β. για την ικανοποίηση των βιοποριστικών αναγκών του ανθρώπου: Πέθανε πάμφτωχος κι άφησε την οικογένειά του χωρίς πόρους.

[λόγ. < αρχ. πόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες