Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "προτασιακός -ή -ό"
1 εγγραφή
προτασιακός -ή -ό [protasiakós] Ε1 : (λογ.) που έχει σχέση με την πρότα ση1I2: ~ λογισμός.

[λόγ. πρότασι(ς)1Ι2 -ακός μτφρδ. γαλλ. propositionnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες