Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "προληπτικός -ή -ό"
1 εγγραφή
προληπτικός -ή -ό [proliptikós] Ε1 : I1. που πραγματοποιείται, που εφαρμόζεται για να αποτρέψει, να εμποδίσει την εμφάνιση, την εκδήλωση διάφορων αρνητικών, βλαπτικών φαινομένων ή καταστάσεων: Προληπτικά μέτρα / μέσα. Προληπτική ιατρική / θεραπεία. ~ έλεγχος. Προληπτική λογοκρισία*. 2α. (γραμμ.) Προληπτικό κατηγορούμενο, που δηλώνει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος, π.χ. «Ο Πέτρος σπουδάζει γιατρός». β. (γλωσσ.) Προληπτική αφομοίωση*. Προληπτική ανάπτυξη ενός φθόγγου, εξαιτίας φθόγγου που ακολουθεί. II. που έχει, που πιστεύει σε προλήψεις· (πρβ. δεισιδαίμονας): Οι προληπτικοί άνθρωποι δυσκολεύουν τη ζωή τους. || (ως ουσ.) ο προληπτικός: Tο σπάσιμο του καθρέφτη θεωρείται γρουσουζιά από τους προληπτικούς. προληπτικά ΕΠIΡΡ: Kαλείται ο πληθυσμός να εμβολιαστεί ~. Εντελώς ~ θα ήταν καλό να κάνετε και κάποιες εξετάσεις ακόμη.

[λόγ. < ελνστ. προληπτικός `προκαταβολικός΄, σημδ.: I: γαλλ. préventif· II: γαλλ. préjugé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες