Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πορεύομαι 1"
1 εγγραφή
πορεύομαι 1 [porévome] Ρ5.1β, Ρ5.2β, : 1. (λόγ.) διανύω μια απόσταση με τα πόδια, βαδίζω, οδοιπορώ. 2. κάνω πορεία: Οι ειρηνόφιλοι πορεύτηκαν για να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο. 3. (μτφ.) προχωρώ, βαδίζω προς μια κατεύθυνση, ακολουθώ μια διαδρομή, έναν προορισμό: Tο έθνος πορεύεται προς τα πεπρωμένα του. H καταναλωτική κοινωνία πορεύεται προς την καταστροφή.

[λόγ. < αρχ. πορεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες