Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πολύγραφος"
2 εγγραφές [1 - 2]
πολύγραφος ο [políγrafos] Ο20α : μηχάνημα που αναπαράγει σε μεγάλο αριθμό αντίγραφα από ένα πρωτότυπο κείμενο γραμμένο πάνω σε ειδική μεμβράνη.

[λόγ. < γερμ. Ρolygraph < poly- = πολυ- + -graph = -γράφος με μετακ. τόνου για διάκρ. από το πολυγράφος]

πολυγράφος -ος -ο [poliγráfos] Ε14 (κυρ. στον υπερθ.) : (για συγγραφέα) που έχει γράψει πολλά έργα: Πολυγραφότατος συγγραφέας / ποιητής / ιστορικός.

[λόγ. < ελνστ. πολυγράφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες