Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πιότερος -η -ο"
1 εγγραφή
πιότερος -η -ο [pxóteros] Ε5 : (λογοτ.) περισσότερος. (συχνότ.) πιότερο ΕΠIΡΡ περισσότερο.

[αρχ. πλειότερος κατά το πλιο > πιο (δες λ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες