Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "περιβόητος -η -ο"
1 εγγραφή
περιβόητος -η -ο [perivóitos] Ε5 : (συνήθ. αρνητ. για πρόσ.) για τον οποίο έχει γίνει πολύς και από πολλούς λόγος· που είναι σε όλους γνωστός· διαβόητος: ~ απατεώνας.

[λόγ. < αρχ. περιβόητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες