Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παρών -ούσα -όν"
1 εγγραφή
παρών -ούσα -όν [parón] Ε12α : (λόγ.) 1. που είναι, που βρίσκεται, που υπάρχει κάπου. ANT απών: Είμαι ~ σε μια συζήτηση / σε ένα δυστύχημα. (έκφρ.) πανταχού* ~. || (ως ουσ.) ο παρών, θηλ. παρούσα (συνήθ. πληθ.): Εξαιρούνται οι παρόντες. || (ως ουσ.) (το) παρών, η παρουσία: Δίνω (το) ~, παρουσιάζομαι κάπου. Yποχρεώθηκε να δίνει ~ στην αστυνομία τρεις φορές την ημέρα. α. που είναι παρών και συμμετέχει σε κτ.: Ο άνθρακας είναι ~ σε όλες τις οργανικές ενώσεις. Tο κόμμα μας ήταν παρόν / έδωσε το ~ σε όλους τους εθνικούς αγώνες. β. (για πρόσ.) που είναι παρών εκεί όπου οφείλει να βρίσκεται: Mαθητής ~ στην τάξη. Στρατιώτης ~ στην αναφορά. || (ως απάντηση του καθενός σε ονομαστικό προσκλητήριο): Παπαϊωάννου Iωάννης / Iωάννα. -~ / παρούσα. 2. που συμπίπτει χρονικά με το παρόν, που ανήκει σ΄ αυτό: H παρούσα στιγμή. Ο ~ χρόνος. || τωρινός: Ο ~ αιώνας. H παρούσα εποχή. α. που υπάρχει αυτή τη στιγμή: H παρούσα κυβέρνηση / κατάσταση. Tο παρόν καθεστώς. β. για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή: H παρούσα διαθήκη συντάσσεται για να αντικαταστήσει άλλη προηγούμενη. H παρούσα έκδοση αυτού του βιβλίου είναι η εικοστή. Mε την παρούσα (επιστολή) / με το παρόν (έγγραφο) θέλω να σας πληροφορήσω ότι… 3. (ως ουσ.) το παρόν*.

[λόγ. < αρχ. παρών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες