Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παρόδιος -α -ο"
1 εγγραφή
παρόδιος -α -ο [paróδios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται δίπλα στο δρόμο: Παρόδια ιδιοκτησία. || Παρόδιοι ιδιοκτήτες.

[λόγ. < ελνστ. παρόδιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες