Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραβολή 1 η [paravolí] Ο29 : η τοποθέτηση ενός πράγματος δίπλα σε ένα άλλο με σκοπό τον παράλληλο έλεγχο ή τη σύγκριση (για τη διαπίστωση ομοιοτήτων, διαφορών κτλ.): Έκανα ~ του χειρογράφου με το δακτυλόγραφο, αντιπαραβολή.
[λόγ. < αρχ. παραβολή]