Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράταιρος -η -ο [paráteros] Ε5 : που δεν ταιριάζει, που δε συνδυάζεται με κτ. άλλο, ανόμοιος, αταίριαστος (ιδ. για πράγματα που αποτελούν ζευγάρι): Στη βιασύνη μου φόρεσα παράταιρες κάλτσες. Tα χρώματα των ρούχων του είναι παράταιρα.
παράταιρα ΕΠIΡΡ. [μσν. παραταίρ(ι) `ανόμοιος΄ -ος < παρα- 1 ταίρι]