Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παράταιρος -η -ο"
1 εγγραφή
παράταιρος -η -ο [paráteros] Ε5 : που δεν ταιριάζει, που δε συνδυάζεται με κτ. άλλο, ανόμοιος, αταίριαστος (ιδ. για πράγματα που αποτελούν ζευγάρι): Στη βιασύνη μου φόρεσα παράταιρες κάλτσες. Tα χρώματα των ρούχων του είναι παράταιρα. παράταιρα ΕΠIΡΡ.

[μσν. παραταίρ(ι) `ανόμοιος΄ -ος < παρα- 1 ταίρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες