Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πανεπιστήμων -ων -ον"
1 εγγραφή
πανεπιστήμων -ων -ον [panepistímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ., ειρ., συνήθ. ως ουσ. στο αρσ. και θηλ.) που γνωρίζει όλες τις επιστήμες.

[λόγ. < ελνστ. πανεπιστήμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες