Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλλάδιο 2 το Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο, στιλπνό και λευ κό μέταλλο της οικογένειας του λευκόχρυσου, πολύ σκληρό και ελατό: Kράμα χρυσού και παλλαδίου.
[λόγ. < νλατ. palladi(um) -ον < Ρallas όν. αστεροειδούς < αρχ. Παλλάς επίθ. της θεάς Aθηνάς]