Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πάγκος 1"
1 εγγραφή
πάγκος 1 ο [páŋgos] & μπάγκος ο [báŋgos] Ο18 : 1.επίμηκες τραπέζι ή άλλη παρόμοια κατασκευή για κάθε είδους χειρωνακτική εργασία: Ο ~ ενός τεχνίτη / του ξυλουργού / του ράφτη. Ξύλινος / μαρμάρινος / σιδερένιος ~. ~ κουζίνας. ~ ενός καταστήματος / πωλητή. Έστησαν τους πάγκους τους στην πλατεία και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. 2. κάθισμα για πολλά άτομα, που αποτελείται από μία επιμήκη οριζόντια σανίδα, συνήθ. χωρίς ράχη: Οι πάγκοι μιας αίθουσας αναμονής· (πρβ. παγκάκι). || (ειδικότ.) η οριζόντια σανίδα στην οποία κάθεται ο κωπηλάτης μιας βάρκας. ΦΡ κάθε κατεργάρης* στον πάγκο του.

[μσν. πάγκος, μπάγκος < ή ιταλ. banco < παλ. γερμ. Bank `κορμός κομμένος στο μήκος, τραπέζι΄ (και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα) ή παλ. ιταλ. *panco < panca < γερμ. panca (τύπος άλλης διαλέκτου των παλ. γερμ.) (και ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες