Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
269 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιατολάχ ο [ajatoláx] Ο (άκλ.) : σιίτης μωαμεθανός ιεράρχης, ιδίως στην Περσία, συχνά άτεγκτα προσηλωμένος στο γράμμα των νόμων της θρησκείας.
[λόγ. < αγγλ. ayatollah (ορθογρ. δαν.) από τα περσ. < αραβ. āyat `σημάδι΄ + allāh `θεός΄]
- αδρεναλίνη η [aδrenalíni] Ο30 : (ιατρ.) η ορμόνη που εκκρίνουν οι επινεφρίδιοι αδένες. || φάρμακο, με βάση την αδρεναλίνη, που αυξάνει την πίεση του αίματος.
[λόγ. < γαλλ. adrénaline (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]
- αεροβικός -ή -ό [aerovikós] Ε1 : Aεροβική γυμναστική, συνδυασμός γυμναστικών ασκήσεων που απαιτούν αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου· αερόμπικ, αεροβίωση 2.
[λόγ. < αγγλ. aerobics < aero- = αερο- + b(i)- < αρχ. β(ίος) -ic(s) = -ικός (ορθογρ. δαν.)]
- αεροζόλ το [aerozól] Ο (άκλ.) : 1.αιώρημα από σταγονίδια ή στερεά σωματίδια μέσα σε ένα προωθητικό αέριο. 2α. συσκευή που εκτοξεύει αυτό το αιώρημα με τη βοήθεια του προωθητικού αερίου. β. εντομοκτόνο.
[λόγ. < γαλλ. aérosol (ορθογρ. δαν.) (aéro- = αερο-)]
- αιμογλοβίνη η [emoγlovíni] Ο30 : η αιμοσφαιρίνη.
[λόγ. < γαλλ. hémo globine (ορθογρ. δαν.) (hémo- = αιμο-, -ine = -ινη)]
- ακαζού το [akazú] & ακαγιού το [akajú] Ο (άκλ.) : 1.το κοκκινωπό ξύλο του ομώνυμου τροπικού δέντρου· μαόνι: Έπιπλα από ~. 2. (ως επίθ.) για το κοκκινωπό χρώμα που έχει το ξύλο του ακαζού: Έβαψε τα μαλλιά της ~.
[λόγ. < γαλλ. acajou (< πορτογαλ. από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)· λόγ. ορθογρ. δαν.]
- ακετόνη η [aketóni] Ο30 : (χημ.) υγρό άχρωμο, εύφλεκτο, με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται στη χημική βιομηχανία· ασετόν.
[λόγ. < γαλλ. acétone (-one = -όνη) (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]
- ακετυλένιο το [aketilénio] Ο40 : (χημ.) αέριο, άχρωμο και με ιδιάζουσα οσμή, που όταν καίγεται παράγει δυνατή φλόγα· (πρβ. ασετυλίνη).
[λόγ. < γαλλ. acétylèn(e) -ιον (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]
- άλγεβρα η [áljevra] Ο27 : (μαθημ.) κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τις μαθηματικές εξισώσεις και με τις μεθόδους επίλυσής τους.
[λόγ. < μσνλατ. algebra (ορθογρ. δαν.) < αραβ. al-djabr `σμίκρυνση, ελάττωση (της αριθμητικής σε τελειότερη μορφή)΄]
- αλγερινός -ή -ό [aljerinós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Aλγερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Aλγερινή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. Ο ~ λαός. 2. (ως ουσ.) ο Aλγερινός, θηλ. Aλγερινή, ο κάτοικος της Aλγερίας. || (ως επίθ.): Ο Aλγερινός πρωθυπουργός.
[λόγ. Aλγερ(ία) -ινός < γαλλ. Algér(ie) -ία (ορθογρ. δαν.)]