Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "οξύμωρος -η -ο"
1 εγγραφή
οξύμωρος -η -ο [oksímoros] Ε5 : που είναι αντιφατικός, αντικρουόμενος. || (γραμμ.) Οξύμωρο σχήμα, λεκτικό σύνολο με αντιφατικές έννοιες που όμως εκφράζει κτ. αληθινό: H έκφραση “πάω αργά για να φτάσω γρήγορα” είναι οξύμωρο σχήμα.

[λόγ. < ελνστ. ὀξύμωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες