Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ολο-"
1 εγγραφή
ολο- [olo] & ολό- [oló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολ- [ol], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· συνήθ.: 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό, σχηματίζοντας με σύνθετη λέξη τον υπερθετικό βαθμό του· (πρβ. θεο-, κατα-): ολόγυμνος, ~ζώντανος, ολόισιος, ~καίνουριος, τελείως γυμνός, πάρα πολύ ζωντανός, ίσιος κτλ. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αποκλειστικά του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κατα-): ~κόκκινος, ολόλευκος, ~πράσινος. β. χαρακτηρίζεται, αποτελείται ή είναι φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο από το υλικό που εκφράζει το β' συνθετικό: ολάργυρος, ολόμαλλος, ~μέταξος, ολόχρυσος. γ. αναφέρεται σε ολόκληρη την έννοια του β' συνθετικού, αφορά ή καλύπτει το σύνολο, όλη την επιφάνεια αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σέλιδος, ολόσωμος. || (χρονικά): ~ήμερος, ~νύκτιος· ολημερίς, ~νυχτίς. II. σε σύνθετους επιστημονικούς όρους: ~ζωικός, ολόκαινος· ~ένζυμο, ~παράσιτο, ~μόρφωση.

[I1: ελνστ. ὁλ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ὅλο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁλό-χαλκος, ὁλ-άργυρος· I2: & λόγ. < ελνστ. ὁλο-· II: λόγ. < διεθ. holo- < ελνστ. ὁλο-: ολό-καινος, ολο-παράσιτο < holo- + -cene, holo- + -parasite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες