Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ντάμα 1"
1 εγγραφή
ντάμα 1 η [dáma] Ο25α : 1.κυρία ή δεσποινίδα την οποία συνοδεύει ένας κύριος σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Οι καβαλιέροι άλλαξαν τις ντάμες τους για τον επόμενο χορό. 2. τραπουλόχαρτο που παριστάνει γυναικεία φιγούρα: ~ κούπα / σπαθί.

[ιταλ. dama < γαλλ. dame]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες