Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μπόσα νόβα"
1 εγγραφή
μπόσα νόβα η [bósa nóva] Ο (άκλ.) : χορός βραζιλιάνικης προέλευσης καθώς και η αντίστοιχη μουσική.

[λόγ. < αγγλ. bossa nova (από τα πορτογαλ. της Βραζιλίας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες