Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μπας και"
1 εγγραφή
μπας και [bás ke] ερωτηματικό μόριο : δηλώνει το φόβο του ομιλητή μήπως συμβεί κτ. που δε θέλει· μήπως: Bρε ~ μας κατάλαβαν και δε μας αφήσουν να φύγουμε;

[μσν. *μπας και (πρβ. μσν. πας) < φρ. μην πας και με αποβ. της πρώτης συλλαβής (σύγκρ. ίνα > να)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες