Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μονολιθικός -ή -ό"
1 εγγραφή
μονολιθικός -ή -ό [monoliθikós] Ε1 : 1. που αποτελείται από ένα μόνο, συνήθ. μεγάλο, κομμάτι πέτρας ή μαρμάρου: ~ κίονας. Mονολιθικό μνημείο. 2. (μτφ.) α. που τα στοιχεία του συγκροτούν ένα ομοιογενές και αδιάσπαστο σύνολο: Mονολιθικό κόμμα. β. που δεν επιδέχεται αλλαγές ή που δεν υπόκειται σε εξέλιξη: Mονολιθική σκέψη / προσωπικότητα. Mονολιθικές αντιλήψεις. μονολιθικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2.

[λόγ. < γαλλ. monolithique < mono- = μονο- + αρχ. λίθ(ος) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες