Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μονήρης -ης -ες"
1 εγγραφή
μονήρης -ης -ες [moníris] Ε11 γεν. πληθ. μονήρων : (λόγ.) που είναι μοναδικός ή απομονωμένος: ~ βίος, μοναχική ζωή. || (βοτ.): Mονήρες άνθος, που είναι ένα και μοναδικό στην κορυφή κάθε βλαστού. || (ζωολ.) Mονήρες ζώο, που ζει μόνο. || (ως ουσ.) τα μονήρη*.

[λόγ. < αρχ. μονήρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες