Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετωπιαίος -α -ο [metopiéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στο μέτωπο ή γενικά έχει σχέση με αυτό: ~ μυς. Mετωπιαία αρτηρία. Mετωπιαίο οστό / νεύρο.
[λόγ. < ελνστ. μετωπιαῖος]